Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Tρεις φωτογραφιες

Το αεροδρομιο

Δυο φωτογραφιες ισως καποιοι αναγνωρισουν τους γονεις τους αναμεσα σε αυτους που περιμενουν



Ταξιδευαμε μεσω Βελγιου με Σαμπεναhttps://en.wikipedia.org/wiki/Sabena. Ειμαι σιγουρος πως ηταν με ελικες .Θυμαμαι τα κενα αερος.Οι πιλοτοι με αφηναν να μπω στο πιλοτηριο.Η πορτα ηταν ανοιχτη.Τοτε δεν γινονταν ελεγχοι για οπλα πριν μπεις στο αεροπλανο.Μονο διαβατηριο και συναλλαγμα.

Η εξαγωγη συναλλαγματος ηταν παρανομη.Γινοταν μετατροπη σε δολλαρια και με χιλια κολπα και κινδυνο εβγαιναν τα λεφτα απο τη χωρα.Καποτε ειχαν κρυψει δολλαρια μεσα σε ενα πλαστικο σκιουρακι που κρατουσα στα χερια μου.Οταν το εσκισαν για να παρουν τα λεφτα μου ειπαν πως ανοιξε λογω της πιεσης απο το μεγαλο υψος.
Θυμαμαι ποσο γρηγορα εδυε ο ηλιος πανω απο τη Σαχαρα.Ποσο αποτομα αρχιζε η ερημος και τελειωνε η βλαστηση
Θυμαμαι την αναχωρηση απο το Ελληνικο καθως και την  αφιξη στην Αφρικη αυτο το χαστουκι στο προσωπο απο υγρο συμπαγη ζεστο αερα γεματο βαριες μυρωδιες.Τον ουρανο του Ισημερινου παντα λευκο πανω απο το κεφαλι.Ποτε γαλαζιο. Την περιοδο των βροχων.Ασταματητων βροχων.Και το κρυο τα βραδυα. Το αερα κονσερβα απο τα κλιματιστικα οπου βρισκομασταν.
Την μουσικη. Παντου την καταπληκτικη Αφρικανικη μουσικη και ολους να λικνιζονται στους ηχους της.
Την μανιοκα. Μου προσφερε μια γυναικα να φαω αλλα σιχαθηκα γιατι την εβλεπα να μασαει τη ριζα που πρωτα ελιωνε σε ενα γουδι χτυπωντας την με ενα ξυλο και μετα να πλαθει με τα δαχτυλα της το ζυμαρι .
 

Η Ελλη

Μια ολοκληρη αναρτηση για μια φωτογραφια.
Η Ελλη ειχε πανεμορφα πρασινα ματια.Στο  παρτι γεννεθλιων μου προτιμησε τον καλυτερο μου φιλο εναν Βέλγο που εμενε δυο σπιτια πιο περα. Μισο αιωνα μετα δεν το εχω ξεπερασει

Τι θυμαμαι.
Το λεπροκομειο στις οχθες του ποταμου.Παντα το φοβομουν οταν περνουσαμε με το αυτοκινητο ψηλα πανω απο τον δρομο.
Την μητερα μου που φιλτραριζε  το νερο μεσα απο μπαμπακι και μετα το εβραζε.
Το κινινο που περναμε προληπτικα για τη μαλαρια.
Τη μυρωδια του καμενου χορτου.
Το φοβο για τα φιδια.
Το μπανιο σε πισινες (δεν θυμαμαι να υπηρχαν Κογκολεζοι εκει).Το τενις που επαιζαν ολοι οι Ευρωπαιοι σε μεγαλα κεντρα αναψυχης.Ποσο πιο καλος ηταν ο ντοπιος δασκαλος στο τενις απο τους λευκους  παρ ολο που δεν εβλεπες μαυρους να παιζουν.
Το τρεξιμο πισω απο φορτηγα που μετεφεραν σακια με αλευρι μπας και παρουμε δωροδοκοντας τον οδηγο κανενα σακι, να δουλεψει ο φουρνος οταν υπηρχε ελλειψη σε καποια φαση. Τη μυρωδια της μπυρας σε ενα εργοστασιο που ειχαμε παει με τον πατερα μου.
Τηλεοραση δεν υπηρχε.Τηλεφωνο περιμενες ωρες να πιασεις γραμμη με Ελλαδα στο ταχυδρομειο.

Λιμετέ Ο φουρνος

Τα πρώτα χρόνια τα αδέρφια Κατσαΐτη (Λεωνίδας  Ντινος  )ειχαν εναν μεγάλο φούρνο εργοστάσιο που τροφοδοτούσε με ψωμί πολλά πρατήρια .στο Λιμετέ

Ερχομενοι απο την πόλη περνούσαμε την χωματερή στο αριστερο μας χέρι που πάντα εκαιγε και βρομούσε απαίσια και μετα στριβαμε και μπαίναμε στην μεγαλη ευθεία. Μετα στρίβαμε στο κάθετο δρόμο αριστερά και ο φούρνος ηταν πρός το τέλος δεξιά πισω απο ενα μεγάλο χωράφι. Εδω στον καθετο δρόμο


 Πρωτα πηγε ο θειος Λεωνίδας  με την γυναίκα του Τζένη που βρηκε αλλους συγγενεις που ειχαν προηγηθει.Ακολούθησε ο πατερας μου και το 1960 η μητερα μου κι εγω. Εδω στην φωτογραφία τα δυο αδερφια  με τον τρίτο αδερφό Διονύση (αριστερά) στον προαύλιο χώρο  του εργοστασιου.Οι χρονιες ειναι 1961-1962 Γυρω στα σαραντα ολοι τους.
Οι φωτογραφίες αν και οικογενειακές δείνουν μια αίσθηση εποχής με τα ρούχα τη σταση τις σχέσεις των ανθρώπων.Των Ελληνων σε σχέση με τους Κογκολέζους.Οι Ελληνες στη μεγαλη πλειοψηφία τους ειχαν καλυτερη σχέση με τους Κογκολέζους υπαλλήλους τους, παρα οι Φλαμανδοί Βέλγοι.
Ισως γιατί ερχονταν απο μια Ελλαδα που ειχε περάσει πολέμους, κατοχή και αντίσταση , φτώχια, εμφύλιο. 
Φυσικα οι γενικεύσεις κρύβουν την αλήθεια.Ο πρώτος μου ερωτας (την ζητησα απο τον πατέρα της σε γαμο οταν ειμουν πέντε χρονών ) και καλυτερη μου φιλη , η Σαντάλ, ηταν κόρη ενος Βέλγου και μιάς Κογκολέζας. Εδω μπροστα στο σπιτι μας.Το δικο της ηταν απέναντι στην αριστερη πλευρα του δρομου και ο πατερας της ειχε μια αποθηκη με τεραστια ξυλινα κιβωτια που παιζαμε κρυφτο.
 
Δεν ξερω γιατι σε μια γαλλόφωνη χωρα αποκαλούσαν τους υπηρέτες "Μπόιδες" Αριστερά στην φωτογραφία ο Φρανσουα μαγειρας και γενικών  καθηκόντων ενας υπέροχος ανθρωπος που οι γονείς μου εκτιμούσαν πολύ και στεναχωρήθηκαν οταν εφυγε.
  
 
Το σπιτι μας ηταν μπροστα απο το εργοστάσιο.Λογω των επιθέσεων ενοπλων συμμοριών που ειχαν διασυνδέσεις και με την αστυνομία (κλεφτες και αρματωλοί ) ειχαμε σκυλιά. Αλλα υπήρχε αντιδοτο.
Οι πάνοπλοι ληστές αλειφαν το δέρμα τους με λίπος λεοπάρδαλης και τα σκυλιά υποχωρούσαν φοβισμένα. Ενα απο τα λυκόσκυλα μας η Μακάσι (δυναμη στα Λιγκάλα)ενα καταπληκτικο σκυλι.

 
 Το αλλο μέτρο προφύλαξης ηταν πως ειχαμε κάνει τον χωρο των υπνοδωμάτιων σωστό φρούριο.
Τα παράθυρα χτισμενα με τσιμεντολιθους , η πορτα που οδηγούσε εκει σιδερενια, με σιδερα μεσα στους τοιχους για να μην μπορει να σπασει. Φυσικα το σαλόνι ειχε πέσει στα χέρια των ληστων αρκετες φορές και ειχε λεηλατηθει απο τα λιγοστα επιπλα του.
 
 
Η διανομη του ψωμιου γινοταν με καμιονετες .Πισω η πόρτα της Μπουλανζερι
 
 Οι δυο φοβοι, ηταν η μαλαρια και η ηλιαση. Ο πατέρας μου επαθε ελονοσια και βασανιζόταν μια ζωή. Εγω επαθα ηλιαση και απο τοτε η  μανα μου με κυνηγουσε συνεχεια να φορω αυτο το ηλίθιο καπέλο που φορουσαν ολα τα λευκα παιδια. Θυμαμαι οταν αρωστησα μου εβαζαν αλατόνερο στα αυτια. Ποτε δεν καταλαβα γιατι τα παιδιά φίλοι μου Κοκγολεζοι δεν παθαιναν ηλίαση παρ ολο που δεν ειχαν τριχα στο κεφάλι. Μου ελεγαν πως οι μαυροι εχουν πυκνα σγουρα μαλλια για να τους προστατευουν απο τον καυτο ηλιο. Ομως τα παιδια τα ξυριζαν οπως ακριβως και στην Ελλαδα εκεινη την εποχη.
 
 










 
 
 

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

lac de ma vallée

Ειναι μια ομορφη λιμνη εξω απο την πολη. Μας ελεγαν να μην κολυμπαμε γιατι εχει κροκοδειλους.Οπως βλεπω απο σημερινες φωτογραφιες (1962) δεν εχει αλλαξει καθολου



 
 

Ελληνικο εστιατοριο Μινιον και πρακτορειο Ελληνικου τυπου

Οταν οι γονεις μου εφυγαν απο το Λιμετε και τον οικογενειακο φουρνο ανοιξαν ενα εστιατοριο ψησταρια ( με γυρο)και  με Ελληνικο φαγητο που ονομασαν Μινιον γιατι ηταν στην εισοδο ενος μεγαλου κτηριου. Το παρασκευαστηριο των φαγητων (μουσακας γεμιστα παστιτσιο κλπ )ηταν στο σπιτι μας μαγειρισα η μητερα μου και τα φαγητα μεταφεραμε με το αυτοκινητο Σεβρολετ που βλεπετε πιο κατω σταθμευμενο.Με το ιδιο βαρυ αυτοκινητο και την συνοδεια και αλλου για τον φοβο των ληστων επεστρεφαν το βραδυ οι εισπραξεις στο σπιτι.Μεναμε στην av Van Gele που τωρα ονομαζεται colonel Lukusa .Toσπιτι ηταν μεγαλο αποικιακου ρυθμου εμεις μεναμε στο μισο.
Στην πισω αυλη το γκαραζ -κουζινα και ο φουρνος που ψηνονταν τα φαγητα.
Γυρω απο ενα μεγαλο δεντρο μπροστα απο το μαγαζι εγινε ενα κιοσκι οπου ερχοταν Ελληνικος τυπος και φυσικα Μικυ Μαους που τα λατρευαμε ολα τα παιδια. Το Μινιον πολυ επιτυχημενη επιχειρηση επεσε οταν το 1968  οι γονεις μου εμπιστευτηκαν καποιον Ελληνα ψηστη που δουλευε εκει να το διαχειριστει οσο θα εκαναν λιγων ημερων διακοπες  στην Ευρωπη (μετα απο χρονια σκληρης δουλειας )και αυτος τους εφαγε το μαγαζι  στηνοντας κομπινα με ντοπιους (για να το βουλιαξει πολυ συντομα)Δεν μπορω να θυμηθω το ονομα της πλατειας.Πιστευω πως ηταν η σημερινη Place du 27 Octobre

και το κτηριο που φαινεται στην φωτο .Το μαγαζι ηταν στην πανω πλευρα οπως δειχνει η φωτογραφια
 
 
 

Ιστορικο


http://www.eduportal.gr/sira-to-taxidi-i-ellines-tou-kongko/

ΣΕΙΡΑ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ: Οι Έλληνες του Κονγκό

ΣΕΙΡΑ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ: Οι Έλληνες του Κονγκό
«Το Κονγκό, αυτή η χώρα των πολλών αντιθέσεων, που την έχουμε γνωρίσει και την έχουμε ζήσει, δεν μας αφήνει πια. Αυτοί που έχουν γεννηθεί ή έχουν ζήσει κάποια χρόνια στην Αφρική, έχουν και θα έχουν για πάντα μια νοσταλγία, παρά τις δοκιμασίες που τους έχουν σημαδέψει» (Αντύπας, Γ., 2008, Οι Έλληνες του Βελγικού Κονγκό, σελ. 5).

«Οι Έλληνες του Βελγικού Κονγκό»
«Οι Έλληνες του Βελγικού Κονγκό»/«Pionniers Méconnus du Congo Belge» (2008) αποτελεί τη μονογραφία της εξάχρονης έρευνας του ερευνητή και συγγραφέα κ. Γεωργίου Αντύπα σε αρχεία της Αφρικής και της Ευρώπης (Κονγκό, Ελλάδα, Βέλγιο κ.α.) για τους Έλληνες του Κονγκό. Ο κ. Αντύπας γεννήθηκε στο Kolwezi του Κονγκό το 1956. Όμως το πρώτο μέλος της οικογένειάς του, ο αδερφός της γιαγιάς του Νικόλαος Τσελέντης, έφτασε στην Αφρική το 1895. Εδώ στο Κονγκό, όπου εργάζομαι, συνάντησα τον κ. Αντύπα, αυτός απλόχερα μου χάρισε το αξιόλογο και συγκινητικό βιβλίο του των 356 σελίδων με το σπάνιο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό. Οι σελίδες αυτές είναι γεμάτες από τον πόνο, την ομορφιά και την αγωνία των Ελλήνων, οι οποίοι στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν να καταφτάνουν σ’ αυτή την όμορφη και «γεμάτη αδρεναλίνη γη». Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια βιβλιοπαρουσίαση αυτής της μελέτης, και μέσα απ’ αυτή της παρουσίας των Ελλήνων του Κονγκό έως το 1960. Επιπλέον στο πρώτο βίντεο η συζήτησή μας με το συγγραφέα εμπλουτίζει τη βιβλιοπαρουσίαση, ενώ μας αποκαλύπτει και το δεύτερο υπό έρευνα βιβλίο του για τους Έλληνες του Κονγκό από το 1960 έως σήμερα.

(«Οι Έλληνες της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό» – «Les Hellenes du Congo», Βίντεο διάρκειας 44’ λεπτών): Συνέντευξη με τον κ. Γέωργιο Αντύπα, ερευνητή και συγγραφέα του βιβλίου «Οι Έλληνες του Βελγικού Κονγκό»/«Pionniers méconnus du Congo Belge» (2008).
Το όνομα της σημερινής «Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό» έχει αλλάξει αρκετές φορές ακολουθώντας τις διαδοχικές φάσεις της ιστορία της. Ήταν οι Πορτογάλοι εξερευνητές που πρώτοι έφτασαν εδώ τον 15οαιώνα και όταν ρώτησαν τις φυλές πως ονομάζεται το ποτάμι, αυτές απάντησαν «nzadi» που σημαίνει απλά «ποτάμι» στα kikongo. Οι Πορτογάλοι εξέλαβαν τη λέξη ως «Ζαΐρ» και έτσι ονόμασαν την εκβολή του ποταμού Κόνγκο. Πολύ αργότερα ο Μομπούτου ονόμασε «Ζαΐρ» ολόκληρη τη χώρα (βλ. την προηγούμενη δημοσίευση «Ταξίδι στο Κονγκό»). Την περίοδο 1877-1908 το Κονγκό περνά στα χέρια του Βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου ΙΙ, και ακολουθεί ο αποικισμός των Βέλγων (1908-1960), εξού και η ονομασία «Βελγικό Κονγκό» για να διακρίνεται από τη «Δημοκρατία του Κονγκό»/«Γαλλικό Κονγκό» που βρίσκεται στην απέναντι όχθη του ποταμού Κόνγκο και έχει πρωτεύουσα το Μπραζαβίλ. Επίσης στο δεύτερο βίντεο καταγράφουμε μερικές από τις δράσεις των Ελλήνων του Κονγκό, θρησκευτικές, εκπαιδευτικές, ανθρωπιστικές. Ευχαριστούμε θερμά την Ιερά Μητρόπολη Κεντρώας Αφρικής και την Ελληνική Κοινότητα της Κινσάσας για τη φιλοξενία και την άριστη συνεργασία μας.

(«Ιερά Μητρόπολις Κεντρώας Αφρικής», Βίντεο διάρκειας 28’ λεπτών): Επίσκεψη στην εκκλησία και στο σχολείο της Μητρόπολις στην Nkanka (Κονγκό)
Τα πρώτα κύματα των Ελλήνων στο Κονγκό, 1895-1930
Ο πρώτος Έλληνας που πάτησε το κονγκολέζικο έδαφος το 1872 ήταν ο γιατρός-ερευνητής Παναγιώτης Ποταγός. Γεννημένος στη Βυτίνα της Πελοποννήσου το 1839, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην ιατρική στο Παρίσι, την περίοδο 1867-1882 ξεκινά αυτοχρηματοδοτούμενος να ταξιδεύει, «μόνος αυτός τόλμησε χωρίς καμία προστασία, να διασχίσει τόσες άγνωστες χώρες με πολλαπλούς κινδύνους…».Αίγυπτος, Συρία, Μεσοποταμία, Ιράν, Αφγανιστάν, Ιμαλάια, έρημος Γκόμπι, Μογγολία, Ανατολική Σιβηρία, Αραβία, Ινδία, Κονγκό. Ο Ποταγός τιμήθηκε για το έργο του στο Βέλγιο και στη Γαλλία. Η μετριοφροσύνη του και η μεγάλη αγάπη του για την Ελλάδα εκφράστηκε όταν του ζήτησαν τιμής ένεκεν να υπογράψει το Χρυσό Βιβλίο των εξερευνητών, αυτός αρκέστηκε να χαράξει μόνο δύο λέξεις: «ΕΙΣ ΕΛΛΗΝ». Σήμερα παραμένει άγνωστος στην Ελλάδα αλλά πολλές συλλογές του πλουτίζουν τα ελληνικά μουσεία.
Μετά τους Πορτογάλους το 15ο αιώνα, αργότερα στο Κονγκό φτάνουν οι Ολλανδοί, οι Άγγλοι, οι Έλληνες, οι Ιταλοί κ.ά. Το 1900 μεταξύ άλλων φτάνουν οι Νικόλαος Νικολέτος, Μελιδιόνης Μανιατόπουλος, Περικάκης, Παρίσης, επίσης οι υπάλληλοι του Άγγελου Καπάτου φτάνουν στο Κονγκό από το Σουδάν. Την ίδια χρονιά ένα άλλο κύμα οι Απόστολος Καψόπουλος, Νικόλαος Σκλάβος, Γαλανός, Ζάκας και Μωραΐτης φτάνουν από το Νότο. Τις πιο πολλές φορές οι νεοαφιχθέντες μετανάστες εγκαταστάθηκαν σε μια αχυροκαλύβα. Το 1910 στο Κονγκό είχαν εγκατασταθεί 40 Έλληνες και το 1912 φτάνουν τους 79.
Ίσως οι μαρτυρίες του γιατρού-εξερευνητή Παναγιώτη Ποταγού ενέπνευσαν κάποιους από αυτούς τους πρώτους μετανάστες. Το 1895 ο Νικόλαος Τσελέντης ανεβαίνει με καραβάνι στην περιοχή Katanga του Κονγκό, και άλλοι φτάνουν από τη Νότια Αφρική και τη Ροδεσία/Ζιμπάμπουε. Άλλοι κατεβαίνουν από το βορρά μέσω Αιγύπτου και Σουδάν. Ο Νικόλαος Γιαννάκης φτάνει από τη Σάμο το 1913 και περιγράφει την άφιξη των Ελλήνων στην Αφρική: «Γύρω στο τέλος του τελευταίου τρίτου του δέκατου ογδόου αιώνα, οι πρώτοι Έλληνες πατάνε στο έδαφος της Ενωμένης Νότιας Αφρικής. Οι περισσότεροι ήταν ναυτικοί, οι οποίοι έκαναν εκεί στάση. Αποβιβάζονται, εγκαθίστανται και ανοίγουν μικρά καφέ, ποτοποιία, ξενοδοχεία. Με τον καιρό προσκαλούσαν, και μέλη της οικογένειάς τους να πάνε να μείνουν εκεί».
Εκτός από τους πρώτους ανεξάρτητους Έλληνες, άλλοι ήρθαν με συμβόλαια εταιρειών για την κατασκευή των σιδηροδρόμων, για τις δυνάμεις προστασίας Force publique ή με το ναυτικό. Αν και τα συμβόλαια συνήθως είχαν ισχύ για τρία έτη, λόγω των δύσκολων κλιματικών συνθήκων, της ελλιπούς υγιεινής και των τροπικών ασθενειών πολλοί Έλληνες συμβαλλόμενοι δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν την εργασία τους. Φεύγουν μέσα σε λίγους μήνες, ενώ το ποσοστό της θνησιμότητας έφτασε το 30%.
Ωστόσο η ροή της μετανάστευσης συνεχίστηκε. Σε αυτό συνέβαλε η αλλαγή του πολιτειακού καθεστώτος με το πέρασμά της εξουσίας από το Λεοπόλδο ΙΙ στο Βέλγικο κράτος. Οι Βέλγοι απελευθέρωσαν το εμπόριο, και αυτό ενθάρρυνε ένα αριθμό μικρών εμπόρων διαφορετικών εθνικοτήτων, μεταξύ των οποίων και των Ελλήνων, να έρθουν στο Κονγκό. Σιγά σιγά αυτοί οι μικροεπιχειρηματίες θα γίνουν φοβεροί ανταγωνιστές των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων.
Στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου πολέμου καταγράφονται περισσότεροι από 400 Έλληνες στο Κονγκό που φτάνουν κυρίως από τα νησιά όπως η Σύμη και η Ρόδος. Η συνεχιζόμενη μετανάστευση και η σχετική ευρωστία οδηγεί αρχικά στη συγκρότηση των «Ελληνικών Παροικιών» και μετά των «Ελληνικών Κοινοτήτων» (βλ. βίντεο με τον κ. Αντύπα). Έτσι το 1923 στην πόλη Elisabethville-το σημερινό Λουμπουμπάσι, ιδρύεται η πρώτη «Ένωση Ελλήνων του Βελγικού Κονγκό», ενώ αλλού οι Βέλγοι αποκαλούν την πόλη Likasi-«Νέα Αθήνα», μια και οι Έλληνες και οι Κύπριοι έχουν αποκτήσει τα τρία τέταρτα της πόλης.
 
Η εγκατάσταση, οι εργασίες των πρώτων Ελλήνων στο Κονγκό και ο γηγενής πληθυσμός 
Το τροπικό κλίμα, οι ασθένειες, η ζούγκλα και η έλλειψη υποδομής ωθούν τους μετανάστες στην ευρεσιτεχνία. Η μοναξιά βάραινε τη διάθεση των απομονωμένων Ευρωπαίων «για τους οποίους το σύμπαν τελείωνε στις παρυφές του δάσους ή στις ράχες των λόφων που πλαισίωναν τη σαβάνα. Έπρεπε μόνο να επιβιώσουν. Υπήρχε τίποτα να φάνε; Γίνονταν καλλιεργητές, κυνηγούσαν ή ψάρευαν. Δεν υπήρχαν ρούχα; Κατασκεύαζαν παπούτσια και καλύμματα. Τα έπιπλα ήταν κάτι άγνωστο. Τα κατασκεύαζαν, μια ζωή σαν του Ροβισσώνα Κρούσου. Οι ασθένειες θέριζαν τους πρωτοπόρους, ακόμη και τους πιο εύρωστους» (σελ. 56). Αντί για ρεύμα είχαν λάμπες πετρελαίου και το νερό από το ποτάμι φιλτράρονταν με τη βοήθεια ενός λευκού υφάσματος που το έλεγαν americani. Για τους Έλληνες, Πορτογάλους, Ιταλούς, Εβραίους τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα μια και δεν είχαν την υποστήριξη του Βέλγικου αποικιακού καθεστώτος, οι Βέλγοι στηρίζονταν ως στρατιωτικοί ή διοικητικοί υπάλληλοι.
Η πλειοψηφία των Ελλήνων ήταν επιχειρηματίες, έμποροι, μικροί βιοτέχνες, γαιοκτήμονες, καλλιεργητές, ψαράδες, ξενοδόχοι, εργαζόμενοι στο σιδηρόδρομο και σε άλλες υπηρεσίες. Ανεξάρτητοι από το Βελγικό αποικιακό καθεστώς, οι Έλληνες ανέπτυξαν εξαιρετικές σχέσεις με τους άλλους Ευρωπαίους αλλά τιμούσαν και τους Κονγκολέζους με τους οποίους ερχόταν σε άμεση επικοινωνία στις κτηνοτροφικές φάρμες, στις φυτείες και με το εμπόριο. Έμαθαν τις τοπικές γλώσσες lingala, tshiluba, σουαχίλι για να μιλήσουν με τους Αφρικανούς, και δεν ήξεραν καλά γαλλικά (μόνο η δεύτερη γενιά θα μάθει γαλλικά). Αυτά τα χαρακτηριστικά τους διαφοροποίησαν από το Βέλγο «αποικιοκράτη». Εκμεταλλευόμενοι την απελευθέρωση του εμπορίου λειτούργησαν ως «μεσολαβητές» ανάμεσα στις μεγάλες βελγικές και άλλες εταιρείες και το γηγενή πληθυσμό. Οι συνθήκες τους ευνόησαν και το επέτρεψαν. Αρκεί αυτοί να ακολουθούσαν την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής, τα ποτάμια ή τους άλλους μεταφορικούς κόμβους ή ακόμη, να απομακρύνονταν στο άγνωστο εσωτερικό της χώρας.
Όμως ο συγγραφέας δεν παραλείπει να αναφέρει μια σειρά από δοκιμασίες που υπέφερε ο γηγενής πληθυσμός με την άφιξη των Ευρωπαίων σύμφωνα με το «νόμο του ισχυρού». Τέτοιες δοκιμασίες ήταν η τραγωδία των σκλάβων, ο προσηλυτισμός, η κακοπληρωμένη εργασία, ο βασανισμός με το μαστίγιο chicote, οι εκτελέσεις, η αιχμαλωσία για την καταναγκαστική εργασία και η συμφορά του ελεφαντόδοντου και του καουτσούκ (περισσότερα στην προηγούμενη δημοσίευση «Ταξίδι στο Κονγκό»,http://www.eduportal.gr/sira-to-taxidi-145-taxidi-sto-kongko/ Ο ερευνητής ξεμπροστιάζει την ιδεολογία της αποικιακής πράξης με το υποτιθέμενο «δικαίωμα της ανώτερης λευκής φυλής» έναντι των άλλων φυλών, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την ομιλία του Ζωρζ Μπενζαμάν Κλεμανσώ (Georges Benjamin Clemenceau) στη Γαλλική Βουλή το 1885 – αργότερα πρωθυπουργός της Γαλλίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: «Φυλές ανώτερες, φυλές κατώτερες!… Ας μην προσπαθούμε να επιβληθούμε με τη βία χάρη στο υποκριτικό όνομα του πολιτισμού. Η κατάκτηση που εκθειάζετε, είναι καθαρή και απλή κατάχρηση της δύναμης που δίνει ο επιστημονικής πολιτισμός στους στοιχειώδεις πολιτισμούς για να οικειοποιηθούν τον άνθρωπο, για να τον βασανίσουν, να του αφαιρέσουν όλη τη δύναμη που του ανήκει έχοντας ως πρόσχημα το εκπολιτιστικό όφελος» (σελ. 46).
Στα τοπικά ήθη, στο ιθαγενές χωριό, κυριαρχεί η πατριαρχική εξουσία του φύλαρχου/άρχοντα τον οποίο έχουν υποδείξει οι παλιότεροι. Η γη ανήκε σε όλα τα μέλη της φατρίας, δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία, εκτός από την καλύβα που είχε χτίσει και το δέντρο που είχε φυτέψει. «Ο Μαύρος αγαπάει τη μητρική του γη και το χωριό του. Είναι φιλόξενος, ξέρει τον οίκτο, τη συμπόνια, τον πόνο και την απελπισία. Είναι πολύ παρατηρητικός και έχει πνεύμα σαρκαστικό. Είναι αρκετές φορές καλός ομιλητής, και σε δημόσιες αγορεύσεις, είδαμε πολλές φορές προύχοντες να υπερασπίζονται αρκετούς κατηγορουμένους, με μια μαεστρία που παραπέμπει στον πιο εύγλωττο από τους δικούς μας δικηγόρους. Περιγελά εύκολα τους όμοιους του, όταν ανήκουν σε άλλα χωριά ή φυλές, ακόμα και τον λευκό του οποίου έχει γρήγορα ανακαλύψει τα ελαττώματα και τις αρετές… η εθιμική Κονγκολέζικη κοινωνία ταράχτηκε ουσιαστικά από την αποικιοκρατία. Το πολιτιστικό σοκ ήταν τεράστιο και όλος ο κόσμος δεν ήταν ικανός να αφομοιώσει μια τέτοια καινοτομία» (σελ. 119). Στην αφρικανική κοινωνία οι γυναίκες είχαν και έχουν αναλάβει τις γεωργικές εργασίες, οι άντρες έκανα το εκχέρσωμα αλλά μετά η καλλιέργεια φροντιζόταν από τις γυναίκες.
Οι Έλληνες του Κονγκό την περίοδο 1930-1960
Το 1930 ο πληθυσμός του Κονγκό ήταν 8.419.181 κάτοικοι, ξένοι 23.276, Έλληνες 1.000. Σιγά σιγά οι Έλληνες συναντιούνται στα μεγάλα κέντρα, στα «καφέ» το βράδυ, για ένα παραδοσιακό ούζο, λίγους μεζέδες με μουσική, κάτι που τους ξυπνάει την μνήμη της πατρίδας. Έτσι αρχίζουν να ιδρύουν «Ελληνικές Κοινότητες» σε διάφορες πόλεις, στην Κινσάσα το 1951, στο Λουμπουμπάσι το 1959, η πρώην Ορθόδοξη Ελληνική Ένωση παίρνει την ονομασία «Ελληνική Κοινότητα», στο Kolwezi λειτουργεί η «Ελληνική Ένωση» από το 1940 που το 1959 παίρνει την ονομασία «Ελληνική Κοινότητα». Σε κάθε ελληνική κοινότητα χτίζονται εκκλησίες, σχολεία, εστιατόρια, χώροι συναντήσεων και επεκτείνονται οι δραστηριότητές τους. Κάποιοι Έλληνες μεταπολεμικά θα ασχοληθούν και με τη δισκογραφία όπως ο Νίκος Γερονημίδης και ο Βασίλης Παπαδημητρίου.
Στην ιστορία των Ελλήνων του Κονγκό πριν από το 1960, ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο αποτελεί η οδύσσεια περίπου 2.800 Ελλήνων προσφύγων που έφτασαν στο Κονγκό το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Όταν το 1941 οι Γερμανοί και Ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, πολλοί Έλληνες από τα ελληνικά νησιά, περίπου 30.000, διέφυγαν στην Αίγυπτο. Από αυτούς περίπου τρεις χιλιάδες μέσω Σουδάν φτάσουν στο Κονγκό. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους σε στρατόπεδα καταγράφονται 156 γεννήσεις, 100 γάμοι εκ των οποίων 89 με Έλληνες κάτοικους και 60 θάνατοι. Με τη βοήθεια των Ελλήνων του Κονγκό ανοίγουν ακόμη και σχολεία. Με το τέλος του πολέμου κάποιοι παρέμειναν και άλλοι επέστρεψαν πίσω (βλ. φωτογραφικό υλικό στο πρώτο βίντεο).
Ο συγγραφέας συνοψίζει τα δεινά αλλά και την ομορφιά που έζησαν οι Έλληνες στην Αφρική/Κονγκό, προσθέτοντας και τις δικές του μνήμες. Τόσο οι Έλληνες όσο και οι Πορτογάλοι, Ιταλοί, Ινδοί, Εβραίοι έζησαν σεμνά από το εμπόριο με τους Αφρικανούς. Διέθεταν μικρά μαγαζιά όπου πουλούσαν υφάσματα τα οποία έκαναν εισαγωγή σε πακέτα (μπογαλάκια) που τα αποκαλούσαν «δεύτερο χέρι». «Από το νησί ή από το χωριό τους, με μια μικρή βαλίτσα έπρεπε να ξεκινήσουν τον αγώνα της επιβίωσης, συχνά διαμένοντας σε μια καλύβα. Η Ελλάδα λόγω των βαλκανικών πολέμων, δεν μπορούσε να προσφέρει στους πολίτες της ούτε σταθερή δουλειά ούτε ευημερία. Φεύγοντας, εγκατέλειπαν την πατρίδα τους για να ξεφύγουν από τις στερήσεις και να αναζητήσουν μια νέα ζωή. Προερχόμενοι από μεσαίες τάξεις οι περισσότεροι δεν είχαν κάνει σπουδές. Στην καρδιά της μαύρης ηπείρου είχαν να αντιμετωπίσουν αρρώστιες άγνωστες και θανατηφόρες: οι δυσεντερίες, η μαλάρια, ο κίτρινος πυρετός, η ασθένεια του ύπνου και αρκετές άλλες ακόμα. Δεν έβρισκαν να πιούν παρά μολυσμένα νερά και τις πιο πολλές φορές τίποτα να φάνε. Έπρεπε να τα βάλουν με τα κουνούπια, με τα glossines, τα τσιμπούρια, με άγρια ζώα και ορισμένες φορές και με ανθρώπους. Άντεχαν να επιβιώνουν μέσα στη μοναξιά ενός κόσμου, τις περισσότερες φορές εχθρικού. Αυτοί οι πρωτοπόροι:
  • Διέσχιζαν σε καραβάνια, με τα πόδια ή ενίοτε με ποδήλατο, χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα στη σαβάνα, κατά μήκος των ποταμών και των ελών που ήταν μολυσμένα από ερπετά, βδέλλες και δηλητηριώδη έντομα.
  • Εισχωρούσαν στα δάση του ισημερινού, με το τσεκούρι στο χέρι για να ανοίξουν ένα μονοπάτι.
  • Έμεναν κάτω από τέντες μέσα στην υγρασία όπου τους περίμεναν σύννεφα κουνουπιών και όπου τους τύχαινε να ξυπνάνε από το βρυχηθμό ενός λιονταριού.
  • Υφίστανται τη ζέστη και τον ήλιο, τον άνεμο, τη βροχή, την υγρασία, αλλά και από την άλλη το παγερό κρύο της νύχτας.
  • Αντεπεξερχόταν σε μακρηγορίες χωρίς τέλος για λεπτομέρειες απεχθείς, αλλά και για ερωτήσεις ζωτικής σημασίας.
Αλλά γνώρισαν και τα τραγούδια των κωπηλατών, αυτά των παιδιών της νύχτας που τραγουδάνε γύρω από μια φωτιά, όταν τα σκυλιά «Basenji» σκάβουν τη γη για να βρουν λίγη υγρασία. Οι έναστροι ουρανοί όταν λάμπει ο Σταυρός του Νότου. Οι μύθοι ότι οι παλιοί ανακοίνωναν το εθιμικό «alishi ndjo» στο ακροατήριο και αυτό με τη σειρά του χορωδιακά έλεγε: «ndjio alishi» πάντα στην ενθουσιώδη αναμονή των μύθων Kabundji του σκίουρου του δάσους. Ποιος ήταν αυτός που δε γνώρισε και δε λησμόνησε τη μυρωδιά του καμένου στις σαβάνες την κρύα εποχή, τον τόσο γαλανό ουρανό χωρίς σύννεφα και τα εκπληκτικά ηλιοβασιλέματα της Katanga. Ποιος δεν εκτίμησε τα χώματα της βλάστησης όταν περιμέναμε τη βροχή το μήνα του Οκτώβρη. Όταν ο ουρανός καλυπτόταν από μεγάλα σύννεφα, σηκώνονταν ο άνεμος και ξεσπούσε καταιγίδα. Όταν η βροχή έπεφτε με χοντρές ψιχάλες που σφυρηλατούν το έδαφος και κάνουν να τραγουδούν οι στέγες των κυματοειδών λαμαρινών. Η βροχή που δεν πέφτει παρά χτυπάει, «mvula ana pika» ή «mbula a beti» και ξανάνιωσέ τη φύση. Ο ήλιος που έβγαινε μετά το τέλος της καταιγίδας, τα φυτά που ανέπνεαν, που πετάνε για να διαιωνίσουν τη ζωή. Υπάρχει μέρος πιο ήρεμο, στιγμή πιο ήσυχη από μια βραδιά στην άκρη της λίμνης, όταν το τρίξιμο των μικρών κλαδιών σου επιτρέπει να ακούσεις αυτήν την ησυχία; Που μπορούμε καλύτερα εκτός από την Αφρική, τη νύχτα, στην εξοχή, μακριά από τα φώτα της πόλης να θαυμάσουμε τον ουρανό με τα αστέρια του; Γιατί το φεγγάρι είναι μεγαλύτερο από οπουδήποτε αλλού…; Πολλοί Έλληνες, τα παιδιά τους κυρίως, έπειτα από μια παρουσία κοντά ενός αιώνα στο Κονγκό, επέστρεψαν για να κατασκευάσουν ένα σπίτι ή ένα ξενοδοχείο στη χώρα των προγόνων τους. Ορισμένοι από αυτούς δεν τα κατάφεραν να κάνουν «περιουσία» ή των οποίων τα αγαθά χάθηκαν μετά την ανεξαρτησία [1960] δεν ήρθαν ξανά εκεί. Ας μην ξεχνάμε και αυτούς που έχασαν εκεί τη ζωή τους, νικημένοι από την ασθένεια ή από τις σφαγές των κλεφτών» (σελ. 125).
Το βιβλίο «Οι Έλληνες του Βελγικού Κονγκό» ολοκληρώνεται με τις «βιογραφίες των παλιών», πολλοί από αυτούς γεννημένοι στο τέλος του 19ου αιώνα, μέσα από ένα σύντομο βιογραφικό για τον καθένα και ένα σπάνιο φωτογραφικό υλικό με τις δραστηριότητές τους. Στο τέλος παρατίθεται ένα φωτογραφικό ένθετο με τις πολιτιστικές και αθλητικές, προσκοπικές, επετειακές συναντήσεις των Ελλήνων του Κονγκό, ακόμη και την άφιξη της ομάδας βόλεϊ του Ολυμπιακού! Ολοκληρώνοντας τα εννέα κεφάλαια του βιβλίου του ο συγγραφέας σημειώνει: «Ομολογώ ότι τελειώνοντας αυτό το βιβλίο, η πλευρά του «εξερευνητή» θα μου λείψει, επειδή εξετίμησα ιδιαίτερα τις συναντήσεις μου με τους παλιούς του Κονγκό, οι οποίοι, με πολύ ευγένεια και νοσταλγία, μου βγάζανε τις παλιές κιτρινισμένες φωτογραφίες. Χάρη στις δικές τους μαρτυρίες μπόρεσα να γράψω αυτό το βιβλίο. Πέρασα στιγμές μεγάλης απελπισίας αλλά μπόρεσα να το ολοκληρώσω. Ένα δεύτερο βιβλίο θα ακολουθήσει. Θα περιγράφει τη ζωή των Ελλήνων μετά την Ανεξαρτησία και μέχρι τις μέρες μας. Θα βάλω και βιογραφίες πριν το 1960, ορισμένων που δεν είναι στο παρόν βιβλίο [βλ. το υπό έκδοση βιβλίο του κ. Αντύπα στο πρώτο βίντεο].Η ευχή μου είναι, μετά από πενήντα ή εξήντα χρόνια ένας από τους αναγνώστες μου να έχει τον ίδιο «ιό» με εμένα και να γράψει ένα βιβλίο σχετικά με τους Έλληνες του Κονγκό, αν θα συνεχίσουν να είναι παρόντες στο ίδιο Κονγκολέζικο έδαφος. Ποιος ξέρει;» (σελ. 6).
Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνία με τον ερευνητή/συγγραφέα κ. Γ. Αντύπα στο email:antippasgeorges@gmail.com

http://www.stiopka.com/Leo/photos_leo.html


http://hellasnet.org/index.php/en/omogeneia/istoriki-anadromi/o-ellinismos-stin-afriki?view=default

Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ), οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν από το νότιο Σουδάν μαζί με τους εμπόρους ελεφαντόδοντου, οι οποίοι ακολούθησαν τον ποταμό Νείλο προς τα νότια κατευθυνόμενοι προς τις πηγές του. Ένας από τους πρώτους Έλληνες που βρέθηκαν στην περιοχή, ήταν ο γιατρός Παναγής Ποτάγος, που περιηγήθηκε στις ανατολικές περιοχές του ονομαζόμενου τότε Βελγικού Κονγκό, κάνοντας μάλιστα σημαντικές επιστημονικές παρατηρήσεις. Ο Παναγής Ποτάγος, που είχε αφιχθεί εκεί το 1871, τιμήθηκε αργότερα για το έργο και την προσφορά του από τη Βελγική κυβέρνηση, η οποία έδωσε το όνομά του σε κεντρική λεωφόρο της πόλης, ονομάζοντάς την «PAULIS». H μετριοφροσύνη του Παναγή Ποτάγου αλλά και η μεγάλη αγάπη του για την Ελλάδα εκφράστηκε όταν ο βασιλιάς του Βελγίου Λεοπόλδος ο Β΄, του ζήτησε τιμής ένεκεν να υπογράψει το Χρυσό Βιβλίο των εξερευνητών. Τότε ο Π. Ποτάγος αρκέσθηκε να χαράξει μόνο δύο λέξεις: «ΕΙΣ ΕΛΛΗΝ».

Άλλοι Έλληνες έφτασαν στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, προερχόμενοι από τη Νότια Αφρική και τη Ροδεσία, για να εργαστούν στα ορυχεία της Κατάνγκα. Η επίσημη απογραφή, που έγινε στο Κονγκό το 1917, αναφέρει ότι υπήρχαν εκεί 100 Έλληνες, όμως το 1941 ο αριθμός τους πλησίασε τους 1.000 και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, φιλοξένησε 3.000 Έλληνες πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην Αίγυπτο. Ύστερα από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Βελγικό Κονγκό υπήρξε ο βασικός προορισμός των Ελλήνων προς την αφρικανική ήπειρο, μετά τη Νοτιοαφρικανική Ένωση1. Τη δεκαετία του 1950, η ελληνική παρουσία στο Κονγκό ενισχύθηκε σημαντικά από τους Έλληνες μετανάστες της Αιγύπτου και οργανώθηκε τότε σε κοινότητες ενώ λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία και εκκλησίες. Οι Έλληνες ομογενείς ανέπτυξαν σημαντική δραστηριότητα κυρίως στους τομείς του εμπορίου, της ποτάμιας αλιείας, και των μεταφορών ενώ διέθεταν εκτεταμένες φυτείες καφέ, φροντίζοντας για τη διατήρηση σε ικανοποιητικό βαθμό ενός στοιχειώδους οδικού δικτύου και της ποτάμιας ναυσιπλοΐας. Παράλληλα διατήρησαν πολύ καλές σχέσεις με τον ντόπιο πληθυσμό, εξασφαλίζοντάς του ικανοποιητικές συνθήκες αμοιβής και διαβίωσης2.

Ο καταγόμενος από την Κύπρο, Μ. Κουμπίδης που εγκαταστάθηκε το 1902 στα ανατολικά της χώρας, στην περιοχή της σημερινής πόλης Άμπα και ο οποίος, μαζί με τον Ν. Μεταξά συνέστησαν το 1907 εταιρία εμπορίου και μεταφορών, που είχε παραρτήματα σε όλο το βόρειο Κονγκό. Η εταιρία τους, θα χαράξει μάλιστα τον οδικό άξονα Κονγκό – Νείλου, θέτοντας παράλληλα τις βάσεις για την αξιοποίηση των πηγών παραγωγής. Σιγά-σιγά, άρχισαν να αυξάνονται οι Έλληνες, οι οποίοι εγκαθίστανται κυρίως κοντά στους σταθμούς των τρένων και στις παραποτάμιες πόλεις, όπου άραζαν τα ποταμόπλοια. Ο Αιγυπτιώτης συγγραφέας, Α. Παχτικός, που περιόδευσε στο βόρειο Κονγκό το 1933 και ξανά το 1938 και συνέγραψε το έργο του «Εικονογραφημένη Αφρική», περιγράφει ότι σε κάθε σταθμό, συναντούσε Έλληνες που διακινούσαν τα εγχώρια προϊόντα για εξαγωγή και έκαναν λιανικό εμπόριο εισαγόμενων προϊόντων, κυρίως δε υφασμάτων, παπουτσιών, πετρελαίου, εργαλείων, μαγειρικών σκευών κ.α3.

Η πολιτική ενθάρρυνσης του εποικισμού της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό από ευρωπαίους, που ακολουθούσε η βελγική διοίκηση, αλλά και η φυγή των συμπατριωτών μας από την Αίγυπτο, τη δεκαετία του ΄50, μετά τις εθνικοποιήσεις που εφήρμοσε ο Νάσερ, είχε σαν αποτέλεσμα να μεταναστεύσουν στο Κονγκό πολλοί Έλληνες. Έτσι, ο πληθυσμός της ελληνικής παροικίας, στα χρόνια της ακμής της, έφτασε τις 7.000 άτομα και ήταν οργανωμένος σε οχτώ κοινότητες, με σχολεία και εκκλησίες σε ισάριθμες πόλεις. Οι μισοί από αυτούς, ζούσαν στη βορειοανατολική επαρχία Κισανγκάνι, που τότε ονομαζόταν Στάνλεϊβίλ. Μεγάλος επίσης, ήταν ο αριθμός των ομογενών μας που ζούσαν στην επαρχία της Κατάνγκα, στη νοτιοδυτική περιοχή της χώρας, όπου βρίσκονται τα μεταλλωρυχεία, ενώ αρκετοί Έλληνες διέμεναν στην πρωτεύουσα Κινσάσα (πρώην Λεοποντβίλ). Η ελληνική κοινότητα Κινσάσας ιδρύθηκε το 1951 και ένα χρόνο αργότερα κτίστηκε ο ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου. Το 1981, άρχισε η ανέγερση του οκταόροφου κοινοτικού κτιρίου στο κέντρο της πόλης, έκτασης 4.000 τ.μ. Οι Έλληνες, συγκέντρωσαν στα χέρια τους το εμπόριο, την μεθοδική αλιεία στη λίμνη Τανγκανίκα, τις μεταφορές με φορτηγά αυτοκίνητα και τις κατασκευές, ενώ επίσης ασχολήθηκαν με το εμπόριο, τη βιομηχανική επεξεργασία του παλμελαίου, αλλά κυρίως με την παραγωγή καφέ.

Τα προβλήματα στον ελληνισμό της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, εμφανίζονται μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, το 1960, που συνοδεύτηκε από αναταραχές, βίαιες συγκρούσεις και αβεβαιότητα, με συνέπεια πολλοί Έλληνες να εγκαταλείψουν τη χώρα. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι την περίοδο 1961-1968 περισσότεροι από 1.500 ομογενείς μας έφυγαν από τη χώρα. Η φυγή γνώρισε μία δεύτερη φάση το 1973, με την εθνικοποίηση των ξένων επιχειρήσεων στους τομείς των ορυχείων, των αγροκτημάτων και των εμπορικών επιχειρήσεων. Εκείνη την περίοδο υπολογίζεται ότι κατασχέθηκαν περίπου 2.000 μικρές και μεσαίες που βρισκόταν σε ελληνικά χέρια. Το 1991, η ελληνική κοινότητα αριθμούσε γύρω στα 5.000 άτομα. Μετά τους βανδαλισμούς εκείνου του έτους, που ακολούθησαν τις ταραχές και τις βιαιότητες εναντίον των ξένων υπηκόων, εγκατέλειψαν τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό περίπου 2.000 Έλληνες και ο σημερινός τους αριθμός έχει μειωθεί και άλλο. Οι μισοί από τους εναπομείναντες Έλληνες, είναι εγκατεστημένοι στην πρωτεύουσα Κινσάσα, ενώ οι υπόλοιποι είναι συγκεντρωμένοι στις πόλεις Λουμούμπασι, Κολουέζι, Κισανγκάνι, Μπούνια και Ισίρο, όπου υπάρχουν και ελληνικές κοινότητες.

Και δυο φωτογραφιες που βρηκα στο διαδικτυο. Επισκεψη του χουντικου Πατακου στην Κινσασα 1968. Εμεις δεν ζουσαμε πια εκει. Λιγο αργοτερα το καλοκαιρι, εφαγα ενα μεγαλο χαστουκι απο τον πατερα μου γιατι πηγα σαν πιτσιρικι να δω και εγω την αφιξη του Πατακου στην Υδρα .

1930 Λεοπολντβιλ

The main road from Kinshasa to Leopoldville followed Avenue Van Gele from Place Leopold (where the Forescom building was built in 1946) past the BMS Church turning off onto Avenue Valcke at the entrance to Kalina. The road crossed a small bridge across the Gombe River known as Petit Pont and then followed the rail line to Leopoldville. The rail line from Ndolo, running parallel some 50 meters to the south of Van Gele and Valke, separated the European town from the African quarters. It was relocated about a kilometer further south in 1932 to provide more space for the growing capital. The railroad right of way became the grand Boulevard Albert in the 1950s.
http://www.stiopka.com/Leo/le3.html